Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Φανερές και αθέατες όψεις των αλλαγών στο αστικό πολιτικό σκηνικό

Η ομιλία της Ελένης Μπέλλου στη Λαϊκή Σκηνή του 40ού Φεστιβάλ ΚΝΕ - «ΟΔΗΓΗΤΗ» στην Αθήνα.

Καλησπέρα, αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι, καλωσορίσατε στο Φεστιβάλ. Θα μου επιτρέψετε να κάνω μία εισαγωγή για τη διευκόλυνση της συζήτησης. Στο θέμα το οποίο έχει προσδιορίσει εδώ για συζήτηση η Οργανωτική Επιτροπή του Φεστιβάλ, "Φανερές και κρυφές όψεις στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος", θα έλεγα κατ' αρχάς ότι γύρω απ' το θέμα της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος γίνεται πάρα πολύ μεγάλη και κατευθυνόμενη συζήτηση. Λέω κατευθυνόμενη απ' αυτές βέβαια τις δυνάμεις που ενδιαφέρονται και θέλουν να γίνει η αναμόρφωση, δηλαδή απ' τις δυνάμεις της αστικής εξουσίας, όμως αυτή η συζήτηση γίνεται με έναν τρόπο που εκ των προτέρων καλλιεργεί πολύ μεγάλες προσδοκίες ή στοχεύει στο να καλλιεργήσει πολύ μεγάλες προσδοκίες. Προσδοκίες ότι η αναμόρφωση θα φέρει μία σωτηρία απ' την κρίση, την ανεργία, τη φτώχεια, όλα αυτά τα δεινά με τις διαστάσεις που πήραν την τελευταία πενταετία - εξαετία λόγω της κρίσης, δημιουργούν προσδοκίες ότι αν αλλάξουν τα κόμματα, αν τα παλιά κόμματα αντικατασταθούν από καινούργια, αν οι παλιοί λεγόμενοι πολιτικοί αντικατασταθούν από νέους πολιτικούς, οι οποίοι είναι και πιο κοντά στη σύγχρονη αντίληψη, στο χειρισμό και τεχνολογικών μέσων και διάφορα τέτοια ζητήματα, άμα στη θέση των δύο μεγάλων κομμάτων που εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση παρουσιαστούν όχι μόνο νέα μεγάλα κόμματα, αλλά εμφανιστούν και μικρότερα κόμματα, τα οποία θα παίρνουν μέρος στη διακυβέρνηση με το ένα ή το άλλο σχήμα, δηλαδή άμα αντικατασταθεί η μονοκομματική κυβέρνηση από πολυκομματική, όπως άλλωστε γίνεται κι αυτή τη στιγμή, ότι αυτό το πράγμα τέλος πάντων θα δώσει μεγαλύτερες δυνατότητες, στο να υπάρχει μία πιο φιλολαϊκή πολιτική. 'Η τέλος πάντων να ελέγχεται, όχι μόνο η κυβερνητική πολιτική, αλλά και η πολιτική παρέμβαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κι όλα αυτά τα σχετικά.
Όλα αυτά επενδύονται και με ορισμένες ερμηνείες για την κρίση των κυβερνητικών κομμάτων, αυτών των κομμάτων στα οποία αποδίδεται η κρίση και οι συνέπειές της, γίνονται διάφορες ερμηνείες γύρω απ' αυτό το ζήτημα, συμπληρωματικές σ' όλο αυτό που λέμε για να περιμένει ο κόσμος την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος για τη σωτηρία του εργατικού λαϊκού εισοδήματος και της ζωής της εργατικής, λαϊκής πλειοψηφίας.
Διάφορα, λοιπόν, ακούτε. Ότι για την κρίση της ΝΔ φταίνε, η μία πλευρά του λόφου αποδίδει την κρίση στο ότι το πήγε πάρα πολύ φιλελεύθερα, προχώρησε πολύ γρήγορα, ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών και τα σχετικά, αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά του λόφου στην κριτική στη ΝΔ που ισχυρίζεται ότι αντίθετα ο λαϊκισμός της ήταν αυτός ο οποίος έκανε αναποτελεσματική την πολιτική της, με αποτέλεσμα να χάσει κομμάτια και να πάνε προς τις εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν ή αναπτύχθηκαν στην πορεία ή ακόμα και τις φασιστικές, ναζιστικές.
Παρόμοιες συζητήσεις ερμηνείας της κρίσης του ΠΑΣΟΚ γίνονται κι αυτές έχουν μία γκάμα, ξεκινώντας απ' το ότι το ΠΑΣΟΚ περνάει τέτοια βαθιά κρίση γιατί έχασε το σοσιαλδημοκρατικό του χαρακτήρα και πήγε κι ακούμπησε τελείως στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά η οποία λέει ότι αυτό που φταίει για την κρίση του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι ήταν ένα κρατικίστικο κόμμα, στήριξε την οικονομία πάρα πολύ στην κρατική παρέμβαση, τολμούν να λένε στο σοσιαλισμό και μάλιστα υπάρχει και μία ραδιοφωνική εκπομπή, μεγάλης ακροαματικότητας, η οποία κάθε μέρα γαζώνει τα κεφάλια σ' αυτή τη λογική, προσπαθώντας να πείσει ότι η διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ήταν στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
Όλα αυτά γίνονται -γι' αυτό είπα αρχικά για μία συζήτηση κατευθυνόμενη- γιατί στοχεύει στο να κρύψει ότι για τα προβλήματα, για την ίδια πρώτα απ' όλα την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και για τις μεγάλες αρνητικές συνέπειες που έφερε για την εργατική, τη λαϊκή πλειοψηφία, πάνε να πούνε ότι φταίνε τα κόμματα που κυβέρνησαν και δεν φταίει η εξουσία, η οικονομική κυριαρχία και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου, αυτό που λέμε το ίδιο το σύστημα το καπιταλιστικό και στην οικονομία του και στο εποικοδόμημά του, επομένως και στην πολιτική του.
Αυτή όμως η κουβέντα, βολεύει βέβαια, γιατί ο πραγματικός αίτιος μένει στην αφάνεια και οι επιμέρους μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν κι αυτό είναι που θέλει η αστική εξουσία σε σχέση με την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αυτό που είναι φθαρμένο, αλλά που δεν είναι η καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος, ούτε ...στο εποικοδόμημα, έτσι, στη λειτουργία της πολιτικής εξουσίας, εύκολα να αντικατασταθεί, να φάει όλη τη φθορά και να αντικατασταθεί.
Φυσικά, αυτή δεν είναι μια συζήτηση η οποία ξεκίνησε εν μέσω της κρίσης της οικονομικής. Ήταν μια συζήτηση που οι παλιότεροι θα τη θυμούνται, η οποία ξεκίνησε πριν την εκδήλωση της κρίσης κι αυτό δείχνει κάπως και πώς λειτουργεί η αστική εξουσία. Και μάλιστα ξεκίνησε απ' τα ίδια τα κόμματα της αστικής διακυβέρνησης που έκαναν άνετα μονοκομματικές κυβερνήσεις, ελέγχοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δηλαδή ξεκίνησε από πρωτοκοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αυτή η συζήτηση περί της ανάγκης να αλλάξουν αυτά τα κόμματα.
Πιο αδύναμα στη συζήτηση για την ανάγκη αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος μπήκαν ακόμα πιο ουσιαστικές πλευρές αυτής της αναμόρφωσης, που αφορούν αλλαγές στη λειτουργία της Βουλής κι όταν λέμε στη λειτουργία, σε πιο σχετικά ανώδυνες λειτουργίες π.χ. πόσοι θα είναι οι βουλευτές, αν θα πρέπει να μειωθούν σε σημαντικό βαθμό, κατά το 1/3 περίπου, αλλά και σε άλλα ζητήματα που σχετίζονται με πιο ουσιαστικές λειτουργίες της Βουλής κι αν θέλετε σε σχέση και με λειτουργίες ενός άλλου οργάνου, θεσμού, πέστε το όπως θέλετε, της αστικής εξουσίας που είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Κι εντάθηκε η συζήτηση -βέβαια αυτό προϋποθέτει να αλλάξει ουσιαστικά το Σύνταγμα, όχι απλά να γίνει αναθεώρηση- ουσιαστικά ο προβληματισμός επικεντρώνεται στο να ενισχυθούν οι λειτουργίες του ΠτΔ σε σχέση με ορισμένες λειτουργίες της Βουλής. Έτσι ώστε αν θέλετε να υπάρχει μια πιο σταθερή, ένας πιο σταθερός παράγοντας απ' αυτόν της Βουλής, στο πρόσωπο, στο θεσμό του ΠτΔ που να μπορεί πιο αποφασιστικά να έχει λόγο στη σύνθεση της κυβέρνησης.
Φυσικά, αυτά συνδέθηκαν και με άλλες αλλαγές στο αστικό πολιτικό σύστημα, που δεν τις εμφάνισαν τόσο πολύ ως τέτοιες πλευρές της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, που έχουν ήδη γίνει. Π.χ. τις αλλαγές που αφορούσαν την Τοπική και την Περιφερειακή Διοίκηση. Στη δομή, στις λειτουργίες, στον τρόπο διασύνδεσής της με την κεντρική διοίκηση. 'Η με τον εκλογικό νόμο ή και με άλλα ζητήματα πολύ σημαντικά που σχετίζονται με τη σχέση των κομμάτων με το κρατικό χρήμα, την κρατική χρηματοδότηση.
Σε όλα αυτά τα ζητήματα που είναι όψεις υπαρκτές της σχεδιαζόμενης αναμόρφωσης και αναγκαίας αν θέλετε για την αστική εξουσία, αλλαγές του αστικού πολιτικού συστήματος, υπάρχει μία πολύ φανερά κάλπικη όψη, είναι αυτό που λέει ότι όλα αυτά που ανέφερα προηγούμενα παρουσιάζονται σαν καινοτομίες, σαν εργαλεία αποτελεσματικότητας και της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και της παρέμβασης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και γενικά της αντιπολίτευσης. Παρουσιάζονται ως στοιχεία τα οποία μπορούν να δώσουν φιλολαϊκή χροιά στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής ή αν θέλετε στον έλεγχό της απ' το λαϊκό παράγοντα. Είτε αφορούν τον έλεγχο, την πρόληψη για την κατάχρηση κρατικού ή δημοσίου χρήματος είτε τη σχέση, τη λειτουργία βουλευτών κ.λπ.
Όμως αυτά καμιά σχέση δεν έχουν με την αλήθεια. Θα μου πείτε ποια αλήθεια, αυτή την αλήθεια που λέει το ΚΚΕ; Εμείς δεν κρύβουμε ότι σε μία ταξικά χωρισμένη κοινωνία η αλήθεια έχει ταξικό χαρακτήρα, πολύ περισσότερο εδώ μιλάμε τώρα για την πολιτική, δηλαδή για γενικά συμφέροντα τάξεων, γιατί αυτό είναι η πολιτική. Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να έχει τέτοια ταξική όχι μόνο χροιά, αλλά καθαρά ταξικό χαρακτήρα, επομένως δεν είναι ουδέτερη και βεβαίως όταν μιλάμε εμείς τώρα για τις αλλαγές στο αστικό πολιτικό σύστημα, πρέπει να βάλουμε στο μυαλό μας όλοι μας, αυτό προσπαθεί να κάνει και το Κόμμα μας, αν είναι αλλαγές που συμφέρουν το εργατικό λαϊκό κίνημα, τη θέση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, όταν λέω λαϊκών εννοώ των φτωχών, των βιοπαλαιστών, τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων, αν συμφέρουν αυτές οι αλλαγές, αν καλυτερεύουν τη ζωή τους, σε ποια προοπτική ή αν είναι αλλαγές που εξυπηρετούν αποκλειστικά θα έλεγα το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, τις συμμαχίες του κεφαλαίου.
Απ' αυτή την άποψη, λοιπόν, για να δούμε αυτό που λένε, να φύγουν τα παλιά κόμματα, να έρθουν τα καινούργια. Κατ' αρχάς κανένα αστικό κόμμα δεν ήταν αιωνόβιο είτε με την κυριολεξία είτε με τη μεταφορική έννοια του όρου. Δηλαδή δεν πρόκειται για καινοτομία, δεν είναι κάτι το καινούργιο, τα αστικά κόμματα να έχουν έναν πεπερασμένο χρόνο ζωής, πολύ πολύ μικρότερο απ' αυτό που λέμε εξουσία του κεφαλαίου. Είναι μέσα στη ζωή να αντικαθίστανται παλιά από καινούργια. Είναι μέσα στη ζωή αστοί πολιτικοί και ηγέτες αστικών κομμάτων να μετακινούνται, να μεταπηδούν απ' το ένα κόμμα στο άλλο και μάλιστα από κόμματα τα οποία κατατάσσονται σε διαφορετικά ιδεολογικά - πολιτικά ρεύματα μέσα στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Με την ευκαιρία, επειδή λειτουργεί βιβλιοπωλείο των εκδόσεων της "Σύγχρονης Εποχής" στο χώρο του Φεστιβάλ, δύο βιβλία μπορούν να σας δώσουν άφθονο τέτοιο υλικό για να δείτε τέτοιου είδους αντικαταστάσεις παλιών κομμάτων από νέα, μεταπηδήσεις αστών πολιτικών απ' το ένα κόμμα στο άλλο, χωρίς να συνιστά αλλαγή ουσιαστική αστικής πολιτικής. Είναι ο δεύτερος τόμος του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ για την περίοδο απ' το 1950 έως το 1967 και είναι ένα ακόμα πιο εξειδικευμένο βιβλίο, του συντρόφου Μαϊλη, υπεύθυνου του Τμήματος Ιστορίας, που αναφέρεται ακριβώς στο αστικό πολιτικό σύστημα αυτής της περιόδου στην οποία αναφέρεται και το Δοκίμιο Ιστορίας. 
Τι συμπέρασμα θα βγάλετε; Ότι η αστική εξουσία, πέραν του ότι χρησιμοποιεί κατά καιρούς και διαφορετικές μορφές, δηλαδή πότε την στρατιωτική δικτατορία πότε τη φασιστική δικτατορία, ακόμα και για την αστική δημοκρατία, που είναι αυτή η μορφή η πιο ταιριαστή στην άσκηση της αστικής εξουσίας, χρειάζεται οπωσδήποτε πάνω από ένα κόμμα. Χρειάζεται τουλάχιστον δύο αστικά κόμματα, όταν είναι δύο σημαίνει ότι θα είναι και μεγάλα αστικά κόμματα, δηλαδή θα έχουν μεγάλη δυνατότητα επιρροής στην εργατική λαϊκή πλειοψηφία, για να εναλλάσσονται μεταξύ τους, να λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία, το ένα να είναι σε θέση να απορροφά τη δυσαρέσκεια τη λαϊκή που προξενεί η έτσι κι αλλιώς αντιλαϊκή πολιτική του άλλου και να επανέρχονται. Ωστόσο, δεν αρκείται η λειτουργία -δεν μπορεί να λειτουργήσει- του αστικού πολιτικού συστήματος κυρίως με δύο αστικά κόμματα μόνο, είτε πολύ μικρά- δορυφόρους γύρω από αυτά πάντα υπάρχουν, αλλά από πολλούς παράγοντες εξαρτάται αν θα έχουν μία αξίωση στη διακυβέρνηση, ως συνεργαζόμενα κλπ. αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Εγώ θα ήθελα και εισηγητικά και για τη συζήτησή μας να αναφερθώ σε ορισμένους από αυτούς τους παράγοντες, που κυρίως είναι οικονομικοί πολιτικοί παράγοντες. Δηλαδή υπάρχει ένα οικονομικό υπόβαθρο το οποίο δικαιολογεί την ύπαρξη διαφορετικών κομμάτων, που σε τελευταία ανάλυση εξυπηρετούν την ίδια τάξη, τα συμφέροντα της ίδιας τάξης.
Κατ' αρχάς υπάρχει ένα ζήτημα, ότι ένας παράγοντας είναι η ίδια η ταξική πάλη, είναι δηλαδή αυτό που λέμε ο συσχετισμός δυνάμεων, ο συσχετισμός ανάμεσα σε αντίπαλες ταξικές δυνάμεις. Ανάλογα πώς είναι αυτός ο συσχετισμός προκύπτει και η ανάγκη, ή αν θέλετε παίρνουν και άλλη ιδεολογική, πολιτική χροιά κόμματα τα οποία εξυπηρετούν την τάξη του κεφαλαίου.
Σύντομα να πω το εξής: Γινόταν στο παρελθόν γίνεται και τώρα με άλλο τρόπο πολλή συζήτηση ότι χάος για παράδειγμα χωρίζει υποτίθεται ένα φιλελεύθερο αστικό κόμμα από ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Οτι το φιλελεύθερο αστικό κόμμα πιο άγρια εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου, ότι είναι πιο ανάλγητο απέναντι στις λαϊκές ανάγκες, δεν έχει κοινωνικές ευαισθησίες, ότι τα υποτάσσει όλα στην αγορά, στην ελεύθερη αγορά, υποτάσσει την κοινωνία στην αγορά κλπ. Ενώ αντίθετα ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είναι πιο ευαίσθητο στις κοινωνικές ανάγκες, ναι ακολουθεί την αγορά, δεν συγκρούεται με τις ανάγκες τις αγοράς, βλέπε δηλαδή με τον καπιταλισμό και το κεφάλαιο, αλλά τα υποτάσσει και σε κάποιες γενικές κοινωνικές ανάγκες για να τις εξυπηρετήσει. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι αυτό που λέγεται σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία στην πραγματικότητα είναι εργατικά κόμματα που μεταλλάχτηκαν σε αστικά, πλήρως καθαρά αστικά κόμματα, προέκυψαν από ένα διαφορετικό συσχετισμό ταξικής πάλης σε μία φάση που ανέβαινε το εργατικό κίνημα, προσέγγιζε να βρεθεί ή και βρέθηκε σε κάποιες περιπτώσεις σε συνθήκες αυτό που λέμε επαναστατικής κατάστασης, δηλαδή βαθιάς πολιτικής κρίσης του συστήματος και σε αυτές τις συνθήκες κόμματα τα οποία είχαν εργατική ρίζα πρόδωσαν τα εργατικά συμφέροντα και εξελίχθηκαν σε αστικά κυβερνητικά κόμματα. Αυτή ήταν η όλη ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας.
Από εκεί και πέρα βέβαια κράτησαν στην αντιπαράθεσή τους ή, αν θέλετε, στον ιδιαίτερο ρόλο τους στο αστικό πολιτικό σύστημα, κράτησαν αυτή την ιδιαίτερη σχέση τους με το εργατικό κίνημα, προσπαθώντας να συγκαλύψουν την προδοσία τους, η οποία παρόλο που σε συγκεκριμένες φάσεις ήταν άκρως κραυγαλέα, όπως στην περίπτωση του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, που στήριξαν τις επιθετικές ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις της αστικής τάξης της χώρας τους. 
Αλλά είναι και άλλα ζητήματα, άλλοι παράγοντες με υπόβαθρο την οικονομία που δικαιολογούν, σε εισαγωγικά θα έλεγα, κάποια ιδεολογική πολιτική χροιά διαφοροποιήσεων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ή γενικά κάποιων αστικών κομμάτων μεταξύ τους και όχι μόνο των σοσιαλδημοκρατικών σε σχέση με τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα. Ποιες είναι αυτές. Ορισμένες από αυτές -δεν μπορούμε να πούμε όλους τους παράγοντες αυτή τη στιγμή και για λόγους χρόνου. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι στατική η ζωή ούτε για τον καπιταλισμό, γεννάει καινούργιες ανάγκες που απαιτούν κάποιους εκσυγχρονισμούς.
Αλλά ένα παλιό κόμμα, τέλος πάντων, ένα κόμμα που έχει παίξει για πολλά χρόνια ρόλο κυβερνητικό, με αυτή την έννοια παλιό, είναι πιο δυσκίνητο στο να ακολουθήσει αλλαγές που χρειάζονται, αλλαγές, θέλετε να τις πείτε μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, αλλά μην τις πείτε με εκείνο το θετικό πρόσημο που έχουμε συνηθίσει να δίνουμε στις μεταρρυθμίσεις με την έννοια ότι σε κάποια φάση της καπιταλιστικής εξέλιξης χρειάστηκαν ορισμένες αλλαγές οι οποίες ήταν θετικές και για το λαό. Παραδείγματος χάριν, πάρτε το γενικό εκλογικό δικαίωμα, το χρειάστηκε βεβαίως η καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά έφερε κάτι θετικό και για το λαό ή αν θέλετε μία άλλη αλλαγή, άλλη προσαρμογή είναι καλύτερα να πούμε, η καθιέρωση της υποχρεωτικής γενικής εκπαίδευσης, κουτσουρεμένης έτσι και αλλιώς αλλιώτικα, όμως ήταν και θετική και για το λαό. Βεβαίως, τη χρειάστηκε η ίδια ή εξέλιξη του καπιταλισμού, γιατί έφτασε σε μία κατάσταση που κάθε βιομηχανικός εργάτης έπρεπε να ξέρει και να διαβάζει, και να μετράει και να ξέρει και ορισμένα πράγματα από τους νόμους της φυσικής για να μπορεί να χειρίζεται τα καινούργια μέσα παραγωγής, τα αναπτυγμένα κλπ.
Το ίδιο χρειαζόταν το κράτος των καπιταλιστών για τις διοικητικές, αλλά και τις άλλες υπηρεσίες που διέθετε, χρειαζόταν μια γενική μόρφωση των κρατικών υπαλλήλων που θα χρησιμοποιούσε. Έτσι έπρεπε κάποιο κομμάτι του λαού να φτάσει όχι μόνο να πάρει αυτές τις προηγούμενες γενικές γνώσεις που είπαμε, αλλά και ορισμένες παραπάνω ώστε να δουλεύει ως κρατικός υπάλληλος. Αλλά η ζωή προχωράει ακόμα παραπέρα. Δηλαδή, τι κάνει η ζωή; Δημιουργεί νέες ανάγκες. Από εκεί, παραδείγματος χάριν, που είχε ανάγκη και αυτό το κάνουν τα κόμματα που είναι μπροστά, γιατί είναι ο πυρήνας της εκάστοτε κυβέρνησης - παραδείγματος χάριν να μπουν μπροστά σε εκείνη την ανάγκη που είχε ο καπιταλισμός και στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την καπιταλιστική Ευρώπη μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, να πάρει το κράτος στις πλάτες του και βέβαια εννοείται με τη φορολόγηση των μαζών, να πάρει αυτή τη γενική εκπαίδευση εργατών, υπαλλήλων και τα λοιπά, όχι την εξειδικευμένη επιστημονική και τεχνολογική. Έρχεται κι αλλάζουν οι καιροί. Και δεν χρειάζεται πια να έχει το κράτος στις πλάτες του αυτή την υπόθεση, πρέπει να περάσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Αλλάζουν οι καιροί και χρειάζεται όχι πια το κράτος να έχει το μονοπώλιο, την κρατική μονοπωλιακή επιχείρηση για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, για τις τηλεπικοινωνίες και τα λοιπά, αλλά χρειάζεται να περάσουν αυτά τα πράγματα στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Ναι, αλλά κοιτάξτε όμως, τα κόμματα τα οποία ηγήθηκαν στην προηγούμενη κατάσταση συναντάνε δυσκολία να προσαρμοστούν στην καινούργια και να ηγηθούν στις καινούργιες ανάγκες του κεφαλαίου ως σύνολο, ως γενικές ανάγκες του κεφαλαίου κι όχι του ενός, του άλλου, του παράλλου. Τότε γίνεται πιο εμφανής η φθορά των αστικών κομμάτων, είτε είναι φιλελεύθερα είτε είναι σοσιαλδημοκρατικά, είτε λέγονται κεντρώα, είτε λέγονται αριστερά, δεξιά, τώρα αυτός είναι ένας διαχωρισμός ο οποίος δεν είναι πολιτικά δόκιμος και σωστός, αλλά τον ανέφερα επειδή πολύς κόσμος τον ξέρει έτσι.
Είναι κι άλλα ζητήματα. Άλλος σημαντικός παράγοντας, ο οποίος κι αυτός δεν αλλάζει από πενταετία σε πενταετία, θέλει περισσότερη συγκέντρωση ποσοτικών αλλαγών, είναι οι συμμαχίες της αστικής τάξης μιας χώρας, οι διεθνείς της συμμαχίες. Δηλαδή ποια άλλα καπιταλιστικά κράτη χρειάζεται, επιλέγει ή επιλέγει γιατί τα χρειάζεται, για να στηριχτεί σε μια περιφέρεια η καπιταλιστική της εξουσία είτε και παγκόσμια. Κι αυτή την ανάγκη την έχει κάθε καπιταλιστικό κράτος, μεγάλο, μικρό, ισχυρότερο οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά ή λιγότερο ισχυρό. Πάρτε ένα παράδειγμα. Είχε γίνει -όχι αυτήν τη στιγμή πριν ένα χρόνο, δύο χρόνια- πάρα πολλή συζήτηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια νέα πολιτική δύναμη στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας ή εν πάση περιπτώσει μια νέα πολιτική δύναμη, η οποία αμφισβητούσε λέγανε, αμφισβητούσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και κάποιοι λέγανε θα 'πρεπε δε θα 'πρεπε να αμφισβητήσει και τη συμμετοχή της στην ΕΕ. Ήταν έτσι τα πράγματα; Δηλαδή τότε που έγινε αυτή η συζήτηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ που αμφισβητούσε την ΕΕ; Κοιτάξτε σε κείνη τη φάση που έγινε η συζήτηση είναι αλήθεια ότι επειδή βρισκόταν στην κορύφωσή της όχι μόνο η κρίση στην Ελλάδα, αλλά και η κρίση στην Ιταλία και την Ισπανία, γενικότερα δηλαδή βρίσκονταν, κλιμακώνονταν θα ήταν πιο σωστό να πω, κλιμακώνονταν έτσι οι αποσχιστικές τάσεις μέσα στην Ευρωζώνη, όπως καταλαβαίνετε όταν γίνεται κάτι τέτοιο, τότε θα βγουν και κείνες οι πολιτικές δυνάμεις, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις που θα προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και οι παλιότερες θα είναι πιο δυσκίνητες να παρουσιάσουν αυτή την προσαρμογή, ενώ οι νεότερες εμφανιζόμενες είτε από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας είτε από το χώρο της φιλελεύθερης πολιτικής μπορούν. Παραδείγματος χάριν, πιο καθαρά εθνικιστικά αστικά κόμματα πιο εύκολα μπορούσαν να μιλήσουν και για αυτό το ενδεχόμενο, το οποίο όμως σήμερα έχει πάει πίσω, διότι έχει υποχωρήσει τουλάχιστον αυτή την περίοδο αυτή η αποσχιστική τάση γιατί κάπου εξομάλυναν κάποια πράγματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι για πολύ καιρό εξομαλυμένα. Κι έτσι και τον ΣΥΡΙΖΑ βλέπετε σήμερα και τρώει στην πλάτη του το αντίθετο, τις αντιφάσεις που εμφάνισε στην αρχή του σε σχέση με το θέμα της Ευρωζώνης, προσαρμόστηκε βεβαίως πλήρως γιατί η σημερινή κατάσταση δεν απαιτεί -από τη σκοπιά του κεφαλαίου, όχι από τη σκοπιά των εργατικών αναγκών, της εργατικής - λαϊκής σοσιαλιστικής οικονομίας- την απομάκρυνση - απόσχιση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Κι έτσι πήγε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο κύριος Τσίπρας, στο κλειστό συνέδριο στη λίμνη εκεί του Κόμο και είπε καθαρά και ξάστερα "ε, έλεος, μη φοβόσαστε, δεν είμαστε μια δύναμη που θα αμφισβητήσουμε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη". Εκανε κι ένα λογοπαίγνιο εκεί πέρα σε σχέση με το γνωστό και πολύ γλαφυρό τέλος πάντων τμήμα του "Κομμουνιστικού Μανιφέστου" που λέει ότι "ένα πλάσμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη" και εννοεί την εργατική - λαϊκή επιδρομή ενάντια στο κεφάλαιο.
Είναι λοιπόν τα καινούργια κόμματα πιο ευκίνητα σε αλλαγές, σε προσαρμογές, αρνητικές προσαρμογές, γιατί στις μέρες έχει περάσει το καπιταλιστικό σύστημα σε βαθιά, πολύ βαθιά αντιδραστικότητα. Είναι πιο ευκίνητα στο να εμφανιστούν ως υπερασπιστές ορισμένων νέων προσαρμογών. Σε χοντρές γραμμές αυτή είναι η ιστορία με την αντικατάσταση παλιών κομμάτων από νέα κόμματα. Κι έτσι όμως, πίσω από αυτό, αναπαράγεται με άλλα λόγια, με παραπλήσια διαπάλη συνθημάτων, η ίδια κατάσταση. Παραδείγματος χάριν, βγαίνουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, και κάνουν μια μεγάλη φασαρία και επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ ότι δήθεν κάνει μεγάλη παροχολογία χωρίς να εξασφαλίζει τους ανάλογους οικονομικούς πόρους. Κι αντίθετα βγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ και λέει ότι κατηγορείται γιατί τόλμησε να πει ότι πάνω από όλα είναι η κοινωνική ευαισθησία για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και ότι σε αυτό θα είναι σκληρός διαπραγματευτής με την κατά τα άλλα ας πούμε σύμμαχο Ευρωζώνη, την οποία δεν αμφισβητεί. Αλλά, κοιτάξτε, κανένα κόμμα, ούτε από δω ούτε από κει, αυτά περί παροχολογίας και τα λοιπά, λίγο να πάμε να δούμε πώς είχε διεξαχθεί η συζήτηση η προεκλογική ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, όχι πολύ μακριά, εγώ σας λέω το 2009, θα δούμε ότι επαναλαμβάνονται τα ίδια πράγματα, με άλλα λόγια και με λίγο διαφορετικές αναφορές. Το ίδιο έργο επαναλαμβάνεται. Η ουσία ποια είναι; Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε βέβαια η συγκυβέρνηση δεν δεσμεύονται, ανεξάρτητα τι λένε. Ο ένας λέει ότι καλύτερα θα αξιοποιήσει τα κοινοτικά κονδύλια του ΕΣΠΑ για να μπορέσει να δώσει αυτά τα ψίχουλα σε κάποιες κατηγορίες της ακραίας φτώχειας, οι άλλοι λένε ότι θα το κάνουν από τα πλεονάσματα τα πρωτογενή που θα δημιουργήσει η ίδια η πολιτική τους. Δεν είναι σημαντικές διαφορές αυτά τα πράγματα. Ποια είναι η ουσία; Και ο μεν ΣΥΡΙΖΑ και οι δε ΝΔ-ΠΑΣΟΚ δεν υπόσχονται με τίποτα, και δεν μπορούν να το κάνουν, και δεν μπορούν να το υποσχεθούν γιατί δεν το θέλει το κεφάλαιο σήμερα, ότι μπορούν να προχωρήσουν σε μια ουσιαστική ανάκτηση των απωλειών του εργατικού - λαϊκού εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας - εξαετίας. Η αντιπαλότητα, λοιπόν, είναι ανάγκη της λειτουργίας της εξουσίας του κεφαλαίου. Και μη μας εντυπωσιάζουν αυτοί οι έντονοι διαξιφισμοί.
Γιατί σάμπως ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν σκοτώνονταν μεταξύ τους για να φτάσουν να κάνουν συγκυβέρνηση. Ενώ εδώ κοιτάχτε, κάποιες γέφυρες ήδη υπάρχουν μεταξύ τους, του ΣΥΡΙΖΑ και της Ελιάς ή ενός κομματιού τους ή της ΔΗΜΑΡ κλπ. ό.τι υπάρχει και δεν υπάρχει εκεί, πράγματα που δεν υπήρχαν τόσο έντονα στο παρελθόν μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και κατά τα άλλα μια χαρά τα κατάφεραν στις συγκυβερνήσεις σε βάρος του λαού και πέρασαν όλα τα αντιλαϊκά μέτρα, έτσι δυστυχώς με τη συναίνεση του λαού και δυστυχώς χωρίς να κινηθεί φύλλο. Και δυστυχώς γιατί ο τρόπος που λειτούργησαν τα περίφημα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη συνείδηση, στο τι περιμένουν οι εργατικές λαϊκές δυνάμεις, οι μάζες αν θέλετε, η πλειοψηφία, τι περιμένανε απ' αυτές τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων και κυρίως πώς επένδυαν στη σοσιαλδημοκρατία, ΠΑΣΟΚ πριν, τώρα ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που κατάφερναν είναι να τσακίζουν, να αποδυναμώνουν, να αδρανοποιούν, να απομαχοποιούν την εργατική λαϊκή θέληση, να απομαζικοποιούν τα σωματεία, να τα γραφειοκρατικοποιούν, να τα εντάσσουν στη θέληση της εργοδοσίας και των κυβερνήσεων και των θεσμών του κεφαλαίου. Αυτό λοιπόν είναι που κρίνεται και αυτή τη στιγμή σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ κι αν θέλετε θα ήταν ολέθριο λάθος ένας άνθρωπος που στις σημερινές στιγμές, δεν είναι πολλοί αυτοί, δεν έχουμε αυταπάτες, αλλά μπορεί να είναι πολλοί περισσότεροι απ' αυτούς που συμμετέχουν αυτή τη στιγμή σ' αυτή τη συζήτηση, υπερδιπλάσιοι θα έλεγα, δεν είναι εκτός πραγματικότητα αυτό, αλλά εξαρτάται απ' τη σκέψη, τη δράση όλων μας, πρώτα απ' όλα αυτών που είμαστε τώρα εδώ, να βάλουμε φραγμό στη σκέψη που υπάρχει σε ανθρώπους που μπορεί να έχουν έναν προβληματισμό και να πούνε δεν βαριέσαι, στις επόμενες εκλογές, δεν έχω πολλές ελπίδες απ' τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε κάνουμε διάτρητο το πρόγραμμα ή τις υποσχέσεις του ή τις προγραμματικές οικονομικές του κατευθύνσεις όπως θέλετε πείτε το, τις κάνουν διάτρητες και δυνάμεις φιλικές προς τον ΣΥΡΙΖΑ, παρ' όλα αυτά μπορεί να σκεφτεί ο άλλος και να πει ότι δεν χάλασε ο κόσμος αφού δεν μπορεί σ' αυτές τις εκλογές να έρθει το ΚΚΕ στην εξουσία να κάνει την εργατική, την επαναστατική εργατική λαϊκή διακυβέρνηση, ας ρίξω αυτή την ψήφο εκεί, δεν χάλασε ο κόσμος, το ΚΚΕ εδώ θα είναι κι αύριο, θα είναι και στους αγώνες, το ξέρουμε αυτό, ε ας πάω τώρα εκεί την ψήφο μου. Οχι! Η μάχη είναι να ακυρωθεί αυτή η σκέψη, γιατί αυτή η κίνηση θα είναι ολέθρια όχι για το ΚΚΕ, αλλά για το εργατικό λαϊκό κίνημα, για τη δύναμη που έχει ο λαός να μπορεί να αντισταθεί στη βάρβαρη αντιλαϊκή αντεργατική πολιτική απ' όποιο κόμμα ή απ' όποια συμμαχία κομμάτων θα κάνει κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές που δεν θα είναι αργά. Είναι θέμα μηνών...
Αυτό λοιπόν είναι το κύριο. Αντίθετα τι θα κριθεί; Θα κριθεί η συσπείρωση, η εμπιστοσύνη, με το ΚΚΕ. Φυσικά, η συσπείρωση δεν είναι μόνο με την ψήφο στις εκλογές. Είναι πρώτα απ' όλα μέσα στο σωματείο, στον τόπο δουλειάς, είναι η συσπείρωση των λαϊκών δυνάμεων στην ένωση των επαγγελματοβιοτεχνών, στον αγροτικό σύλλογο, είναι η συσπείρωση με τις δυνάμεις του ΜΑΣ στο σπουδαστικό, στο φοιτητικό κίνημα. Είναι η συσπείρωση μέσα στο μαθητικό χώρο, στο σχολείο. Αλλά η προοπτική του εργατικού λαϊκού κινήματος, η δυνατότητά του να χρησιμοποιήσει τα δικά του μέσα πάλης, την απεργία, τη μαζική, την αποφασιστική, το συλλαλητήριο που θα συνταράξει τους πάντες, με τις εκατοντάδες χιλιάδες, αυτά θα εξαρτηθούν, η αναδιάταξη δηλαδή του εργατικού λαϊκού κινήματος θα εξαρτηθεί πρώτα απ' όλα απ' την ισχυροποίηση του ΚΚΕ. Και η έκφραση της ισχυροποίησης του ΚΚΕ και με την ψήφο τη βουλευτική δεν είναι αμελητέα, γιατί, κοιτάχτε, δημιουργεί κλίμα, πέραν του ότι δυναμώνει την εργατική λαϊκή φωνή και στο κοινοβούλιο, στην πραγματικότητα όμως δημιουργεί κλίμα που είναι απαραίτητο και για την εργατική λαϊκή ανασύνταξη. Μ' αυτή την έννοια λοιπόν η πρωτοπορία τουλάχιστον, η οποία και πρέπει να διευρυνθεί, πρέπει να σταθεί ακλόνητη στη γραμμή της ταξικής πάλης, της εργατικής λαϊκής αντιπολίτευσης, του εργατικού λαϊκού αγώνα, της Λαϊκής Συμμαχίας με ενίσχυση όλων των κυττάρων της, του ΠΑΜΕ, της ΠΑΣΕΒΕ, της ΠΑΣΥ, του ΜΑΣ, της ΟΓΕ και με αυτή την έννοια είναι αποφασιστική και η έκφραση της πολιτικής στήριξης του ΚΚΕ με την ψήφο.